- ψιλαγός
- ὁ, Αο αρχηγός τών ψιλών, τών ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ναυ-αγός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιλαγία — ἡ, Α [ψιλαγός] 1. η αρχηγία τών ψιλών, δηλαδή τών ελαφρά οπλισμένων στρατευμάτων 2. στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από 256 ψιλούς … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek